πρωτοταγής

πρωτοταγής
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. χημ. (για κορεσμένο άτομο άνθρακα ή αζώτου)
αυτός που είναι ενωμένος με δύο άτομα υδρογόνου
2. φρ. «πρωτοταγής δομή»
(βιοχ.) η αμινοξική ακολουθία τών πεπτιδικών αλυσίδων
αρχ.
ο παραταγμένος στην πρώτη τάξη.
επίρρ...
πρωτοταγῶς Α
στην πρώτη τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -ταγής (< θ. ταγ- τού τάσσω, πρβλ. -τάγ-ην), πρβλ. ομο-ταγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισοβουτυλική αλκοόλη — Πρωτοταγής, μονοσθενής αλκοόλη του τύπου (CΗ3)2CΗCΗ2ΟΗ. Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν της σύνθεσης της μεθυλικής αλκοόλης από μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, καθώς επίσης και από τα ζυμέλαια. Έχει σημείο βρασμού 107°C, είναι μέτρια διαλυτή …   Dictionary of Greek

  • αμινομάδες — Αζωτούχες ρίζες, χαρακτηριστικές σε πολλές οργανικές ενώσεις (αμίνες, αμινοξέα, αμιναλκοόλες κ.ά.). Ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων Η που περιέχει μία α. μπορεί να είναι πρωτοταγής ( ΝΗ2 ),δευτεροταγής ( ΝΗ ) ή τριτοταγής ( N ). Η εισαγωγή μιας… …   Dictionary of Greek

  • κηρυλικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρυλική αλκοόλη» οργανική ένωση, κορεσμένη μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη …   Dictionary of Greek

  • κιτρονελλόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστη μονοτερπινική, μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, ισομερής προς τη ροδινόλη, που αποτελεί συστατικό τών αιθέριων ελαίων τού τριαντάφυλλου και τού γερανιού και εξάγεται από τα αιθέρια αυτά έλαια ή… …   Dictionary of Greek

  • κουμινικός — ή, ό φρ. χημ. α) «κουμινικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό αρωματικό οξύ, παράγωγο τού κουμολίου β) «κουμινική αλκοόλη» κυκλική ένωση, αρωματική μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, παράγωγο τού κουμολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοεξυλαμίνη — η χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, πρωτοταγής αμίνη, γνωστή και ως αμινοκυκλοεξάνιο …   Dictionary of Greek

  • μεθυλαμίνη — Η απλούστερη αλειφατική αμίνη, με χημικό τύπο CH3NH2· ονομάζεται και μονομεθυλαμίνη. Πρόκειται για άχρωμο αέριο, εξαιρετικά ευδιάλυτο στο νερό, όπως και στους οργανικούς διαλύτες. Εμφανίζει έντονη οσμή αμμωνίας, σημείο τήξεως –93° C και σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα …   Dictionary of Greek

  • μυρτενόλη — η χημ. πρωτοταγής τερπενική αλκοόλη, παράγωγο τού πινενίου, που υπό την μορφή τού οξικού εστέρα αποτελεί το κύριο συστατικό τού μυρτελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrtenol < myrte (< λατ. myrtus < μύρτος «μυρτιά») + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • προπυλαμίνη — η, Ν χημ. άκυκλη, αζωτούχα οργανική ένωση, πρωτοταγής αμίνη που παρασκευάζεται είτε με επίδραση αμμωνίας στο προπυλοβρωμίδιο είτε με επίδραση αμμωνίας και υδρογόνου στην προπανάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. αγγλ. propylamine <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”