ισοβουτυλική αλκοόλη — Πρωτοταγής, μονοσθενής αλκοόλη του τύπου (CΗ3)2CΗCΗ2ΟΗ. Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν της σύνθεσης της μεθυλικής αλκοόλης από μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, καθώς επίσης και από τα ζυμέλαια. Έχει σημείο βρασμού 107°C, είναι μέτρια διαλυτή … Dictionary of Greek
αμινομάδες — Αζωτούχες ρίζες, χαρακτηριστικές σε πολλές οργανικές ενώσεις (αμίνες, αμινοξέα, αμιναλκοόλες κ.ά.). Ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων Η που περιέχει μία α. μπορεί να είναι πρωτοταγής ( ΝΗ2 ),δευτεροταγής ( ΝΗ ) ή τριτοταγής ( N ). Η εισαγωγή μιας… … Dictionary of Greek
κηρυλικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρυλική αλκοόλη» οργανική ένωση, κορεσμένη μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη … Dictionary of Greek
κιτρονελλόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστη μονοτερπινική, μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, ισομερής προς τη ροδινόλη, που αποτελεί συστατικό τών αιθέριων ελαίων τού τριαντάφυλλου και τού γερανιού και εξάγεται από τα αιθέρια αυτά έλαια ή… … Dictionary of Greek
κουμινικός — ή, ό φρ. χημ. α) «κουμινικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό αρωματικό οξύ, παράγωγο τού κουμολίου β) «κουμινική αλκοόλη» κυκλική ένωση, αρωματική μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, παράγωγο τού κουμολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
κυκλοεξυλαμίνη — η χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, πρωτοταγής αμίνη, γνωστή και ως αμινοκυκλοεξάνιο … Dictionary of Greek
μεθυλαμίνη — Η απλούστερη αλειφατική αμίνη, με χημικό τύπο CH3NH2· ονομάζεται και μονομεθυλαμίνη. Πρόκειται για άχρωμο αέριο, εξαιρετικά ευδιάλυτο στο νερό, όπως και στους οργανικούς διαλύτες. Εμφανίζει έντονη οσμή αμμωνίας, σημείο τήξεως –93° C και σημείο… … Dictionary of Greek
μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα … Dictionary of Greek
μυρτενόλη — η χημ. πρωτοταγής τερπενική αλκοόλη, παράγωγο τού πινενίου, που υπό την μορφή τού οξικού εστέρα αποτελεί το κύριο συστατικό τού μυρτελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrtenol < myrte (< λατ. myrtus < μύρτος «μυρτιά») + κατάλ.… … Dictionary of Greek
προπυλαμίνη — η, Ν χημ. άκυκλη, αζωτούχα οργανική ένωση, πρωτοταγής αμίνη που παρασκευάζεται είτε με επίδραση αμμωνίας στο προπυλοβρωμίδιο είτε με επίδραση αμμωνίας και υδρογόνου στην προπανάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. αγγλ. propylamine <… … Dictionary of Greek